εκστασιάζομαι

εκστασιάζομαι
εκστασιάστηκα, εκστασιασμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκστασιάζομαι — εκστασιάζομαι, εκστασιάστηκα, εκστασιαμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”